πρόσφορος

πρόσφορος
-η, -ο / πρόσφορος, -ον, ΝΜΑ [προσφέρω]
1. χρήσιμος, ωφέλιμος («τὰ πρόσφορα τῇ στρατιῇ», Ηρόδ.)
2. αρμόδιος, κατάλληλος (α. «δεν είναι πρόσφορη η γη για καλλιέργεια καπνού» β. «τοῑς ἐμοῑσιν οὐχὶ πρόσφορον τρόποις φεύγειν τὰ δεινά», Ευρ.)
3. το ουδ. ως ουσ. το πρόσφορο(ν)
καθετί που είναι κατάλληλο («πᾱν τὸ πρόσφορον Ρωμαίοις», Πολ.)
νεοελλ.
1. το ουδ. ως ουσ. α) ο άρτος που προσφέρεται στην Εκκλησία για τη Θεία Ευχαριστία
β) αφιέρωμα, ανάθημα («λείψανα άγια, τίμια ξύλα, κάθε πρόσφορο ιερό», Παλαμ.)
2. φρ. «πρόσφορο έδαφος»
μτφ. κατάλληλη περίσταση
αρχ.
1. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ πρόσφορον και τὰ πρόσφορα
οι πρόσοδοι, τα εισοδήματα («καρπείαν καὶ ἐνοίκησιν καὶ τὰ ἄλλα πρόσφορα», πάπ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) α) καθετί που είναι κατάλληλο («τὰ πρόσφορα ἑκάστῳ βίῳ», Λουκιαν.)
β) (πιθ. γρφ. στον Ιπποκρ.) καθετί που προσλαμβάνεται ή τρώγεται
3. (το ουδ. πληθ. ως επίρρ.) με κατάλληλο τρόπο.
επίρρ...
προσφόρως ΝΜΑ
με κατάλληλο τρόπο («ἵνα καὶ τι τῆς θύραθεν παιδείας προσφόρως ἐνείρω», Θεοφύλ. Σ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πρόσφορος — serviceable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσφορος — η, ο 1. αυτός που ταιριάζει σε κάτι, κατάλληλος, αρμόδιος, ωφέλιμος: Ο τόπος δεν είναι πρόσφορος για την ίδρυση του εργοστασίου. 2. το ουδ. ως ουσ., πρόσφορο βλ. προσφορά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσφορώτερον — πρόσφορος serviceable masc acc comp sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc comp sg πρόσφορος serviceable adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφορώτατα — πρόσφορος serviceable adverbial superl πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφορώτατον — πρόσφορος serviceable masc acc superl sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • προσφόρως — πρόσφορος serviceable adverbial πρόσφορος serviceable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσφορον — πρόσφορος serviceable masc/fem acc sg πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίφορα — πρόσφορος serviceable neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ποτίφορος — πρόσφορος serviceable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”